Εὐαινέτου

Εὐαινέτου
Εὐαίνετος
much-extolled
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐαινέτου — εὐαίνετος much extolled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος χαράκτης νομισμάτων της αρχαιότητας (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Εργάστηκε στα νομισματοκοπεία των Συρακουσών, της Κατάνης και της Καμάρινας. Στις Συρακούσες δημιούργησε τρεις τύπους νομισμάτων με γυναικείες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”